Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Ελλάδα & Ευρωπαϊκή Ένωση


Με αφορμή το γεγονός ότι από καιρό σε καιρό επανέρχεται το σενάριο της παραμονής ή όχι της Ελλάδας στην ΕΕ, αναρτώ ξανά μια σχετική εργασία. Τα βασικά ερωτήματα στα οποία είχε γίνει προσπάθεια να δοθεί απάντηση ήταν:

 α) αν είναι όντως Άριστη Νομισματική Περιοχή η Ευρωπαϊκή Ένωση, και β) ποια ενδεχομένως θα πρέπει να είναι η απόφαση της Ελλάδας, αναφορικά με την παραμονή της ή όχι στην Ένωση, στην περίπτωση που τα κριτήρια παραμονής δεν πληρούνται ικανοποιητικά.

Όπως θα παρατηρήσουν οι τυχόν αναγνώστες του κειμένου οι βιβλιογραφικές αναφορές σταματούν το 2006 οπότε και συντάχθηκε το παρόν. Δεδομένου όμως ότι μάλλον παραμένει διαχρονικά επίκαιρο, θεώρησα σκόπιμη την ανάρτηση του εν λόγω κειμένου και στον παρόντα ιστότοπο. Τα όποια σχόλια από τους φίλους του forum για τυχόν παραλείψεις ή λάθη, πάντα καλοδεχούμενα. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για το μακροσκελές του θέματος.

1.       Εισαγωγή
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι οικονομολόγοι που ασχολούνται με τα διεθνή οικονομικά προσπάθησαν να απαντήσουν στο πρόβλημα της βελτιστοποίησης των νομισματικών περιοχών, με την έννοια της επιλογής του προσφορότερου συστήματος μιας ομάδας χωρών οι οποίες συμμετέχουν σε μια οικονομική ένωση. Στην προσπάθειά τους αυτή διαμόρφωσαν την θεωρία των Άριστων Νομισματικών Περιοχών η οποία ασχολείται με την διερεύνηση των συνθηκών που πρέπει να ισχύουν σε κάθε χώρα μέλος, έτσι ώστε όλες να έχουν κοινό συμφέρον από την δημιουργία μιας Νομισματικής Περιοχής.

2.       Θεωρία για τις Άριστες Νομισματικές Περιοχές
Η θεωρία των Άριστων Νομισματικών Περιοχών αναφέρεται σε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ή ένα σύστημα με ένα κοινό νόμισμα μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών, το οποίο θα επιτρέπει το μέγιστο βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης μεταξύ των χωρών που θα συμμετάσχουν (Krugman & Obstfeld 2006). Η αρχική βιβλιογραφία για τις άριστες νομισματικές ενώσεις, ενδιαφέρθηκε κυρίως πρώτον να απεικονίσει τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας εθνικής οικονομίας, τα οποία θα καθιστούσαν μη αναγκαίες ή αναποτελεσματικές τις μεταβολές στις συναλλαγματικές της ισοτιμίες σε σχέση με άλλα νομίσματα, και δεύτερον να μελετήσει το κόστος και το όφελος για μια χώρα από την συμμετοχή της στην νομισματική ένωση (Αλεξάκης 1994). Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο στόχος της σύστασης μιας Νομισματικής Ένωσης ή Νομισματικής Περιοχής, είναι διπλός. Αφ’ ενός μεν επιχειρείται  η μεγιστοποίηση της χρησιμότητας της ένωσης από την υιοθέτηση του συστήματος των αμετάκλητα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ή του ενιαίου νομίσματος, αφ’ εταίρου η ελαχιστοποίηση της ζημιάς από την απώλεια ενός μέσου οικονομικής πολιτικής, δηλαδή του χειρισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Είναι προφανές ότι τα συμπεράσματα της θεωρίας των νομισματικών περιοχών είναι πολύ σημαντικά τόσο για περιπτώσεις πολυεθνικών Οικονομικών και Νομισματικών Ενώσεων, όπως αυτή των Ευρωπαϊκών χωρών, όσο και για ομοσπονδιακές Νομισματικές Ενώσεις, όπως αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. 

2.1     Παραδοσιακά κριτήρια Άριστων Νομισματικών Περιοχών
Ο πρώτος που ασχολήθηκε με το θέμα των Άριστων Νομισματικών Περιοχών αυτό ήταν ο καθηγητής R. Mundell, ο οποίος ανέπτυξε το κριτήριο του βαθμού κινητικότητας των παραγωγικών συντελεστών μέσα στην ένωση, ως προσδιοριστικό παράγοντα ενδεχόμενου σχηματισμού Άριστης Νομισματικής Περιοχής (Rose, 2006). Αργότερα ο McKinnon υποστήριξε ότι ο σπουδαιότερος προσδιοριστικός παράγοντας για την συμμετοχή μιας χώρας σε μια νομισματική ένωση, είναι αυτό του βαθμού ανοίγματος μιας οικονομίας στο διεθνές εμπόριο (Rose, 2006). Τέλος ένα τρίτο κριτήριο είναι αυτό του νομισματικού παράγοντα το οποίο εισηγήθηκαν οι J. Scitovsky και J. Ingram. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό όσο μεγαλύτερες είναι όχι μόνο οι εμπορικές σχέσεις αλλά επίσης και η κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των υπό ένωση χωρών, τόσο μεγαλύτερο συμφέρον θα υπάρχει για αυτές από την δημιουργία μιας Άριστης Νομισματικής Περιοχής, ή ενός κοινού νομίσματος (Θαλλασινός & Σταματόπουλος 1998).

2.1.1  Βαθμός κινητικότητας των παραγωγικών συντελεστών
Σύμφωνα με το πρώτο κριτήριο αυτό του βαθμού κινητικότητας των παραγωγικών συντελεστών μέσα στην ένωση, δύο χώρες Α και Β έχουν συμφέρον να δημιουργήσουν μια νομισματική περιοχή εάν και μόνο η κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών στο εσωτερικό της ένωσής τους είναι μεγαλύτερη από ότι στο εξωτερικό. Σε αντίθετη περίπτωση το σύστημα των μεταβλητών συναλλαγματικών ισοτιμιών θα είναι πιο ωφέλιμο για αυτές (Θαλλασινός & Σταματόπουλος 1998; Kenny 2003). Για να τεκμηριώσει το επιχείρημά του ο R. Mundell θεωρεί ότι οι Α και Β είναι δύο χώρες οι οποίες πριν προχωρήσουν στον σχηματισμό νομισματικής ένωσης βρίσκονται σε ταυτόχρονη εσωτερική και εξωτερική ισορροπία (ΥΕ F) και (ΒΡ = 0). Αν μετά την δημιουργία Οικονομικής Ένωσης των Α και Β, μια διαταραχή προκαλέσει στην χώρα Α αύξηση της συνολικής ζήτησης των προϊόντων της Β τότε με δεδομένη την μη κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών από χώρα σε χώρα, θα έχουμε μείωση της παραγωγής της Α με αντίστοιχη υποαπασχόληση των πόρων της (ΥΕ F) και εξωτερικό εμπορικό έλλειμμα ΒΤ < 0 => (ΒΡ < 0), και αντίθετα πληθωρισμό για την χώρα Β (ΥΕ F) και εμπορικό πλεόνασμα (ΒΤ > 0 => ΒΡ => 0).

Στην περίπτωση όμως που έχει σχηματιστεί από τις δύο χώρες μια Νομισματική Περιοχή, η μεταστροφή της ζήτησης στην Α για τα προϊόντα της Β μπορεί να αντιμετωπιστεί με την μεταφορά παραγωγικών συντελεστών από την μία (Α) χώρα στην (Β). Έτσι η μετακίνηση των παραγωγικών συντελεστών από τις αγορές με την υπερβάλλουσα προσφορά (χώρα Α) στις αγορές με την υπερβάλλουσα ζήτηση (χώρα Β), θα τις εξισορροπήσει τελικά όλες χωρίς την ανάγκη του συναλλάγματος (Θαλλασινός & Σταματόπουλος 1998, Kenny 2003, Rose 2006).

2.1.2  Βαθμός ανοίγματος μιας οικονομίας στο διεθνές εμπόριο
Το δεύτερο “παραδοσιακό” κριτήριο για την δημιουργία μιας νομισματικής περιοχής είναι αυτό του βαθμού ανοίγματος μιας οικονομίας στο διεθνές εμπόριο. Η άποψη αυτή διατυπώθηκε από τον McKinnon (1963), και προσδιορίζει το παραπάνω κριτήριο ως το σπουδαιότερο προσδιοριστικό παράγοντα για την συμμετοχή μιας χώρας σε μια νομισματική ένωση. Επιπλέον, σύμφωνα με αυτό το κριτήριο όσο πιο ανοικτή είναι η οικονομία τόσο μεγαλύτερη είναι η ωφέλεια από την υιοθέτηση του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών. Μέτρα του βαθμού ανοίγματος των εξαγωγών θεωρούνται είτε ο λόγος εισαγωγών και εξαγωγών στο ΑΕΠ [( Χ+Μ ) / Υ] είτε η εγχώρια παραγωγή των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών στο ΑΕΠ (Qt / Y ). (Θαλλασινός & Σταματόπουλος 1998; Rose 2006).

2.1.3  Νομισματικός παράγοντας
Το κριτήριο του νομισματικού παράγοντα προτάθηκε από τους J. Scitovsky και J. Ingram, κάτι που δεν είχε περιληφθεί στην ανάλυση των Mundell και McKinnon. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό εκτός από τα μέγεθος των εμπορικών σχέσεων, σπουδαίο ρόλο για την συμμετοχή ή όχι μιας χώρας σε μια νομισματική ένωση παίζει η κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των υπό ένταξη χωρών σε αυτήν την ένωση, μιας και όσο μεγαλύτερη η κινητικότητα των κεφαλαίων μεταξύ των χωρών που μετέχουν στην ένωση τόσο πιο συμφέρουσα είναι η συμμετοχή τους σε αυτή. Η τεκμηρίωση αυτής της άποψης στηρίζεται στο επιχείρημα ότι όσο μεγαλύτερη είναι η κινητικότητα των χρηματοοικονομικών ροών μεταξύ των χωρών μελών της ένωσης, τόσο πιο εύκολα θα μπορούν αυτές να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους χωρίς σοβαρές επιδράσεις στις ισοτιμίες και στα επιτόκια (Θαλλασινός & Σταματόπουλος 1998).

2.2     Μοντέρνα κριτήρια Άριστων Νομισματικών Περιοχών
Tα παραδοσιακά κριτήρια των άριστων Νομισματικών Περιοχών ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 θεωρήθηκαν από αρκετούς Οικονομολόγους ως ανεπαρκή. Έτσι ενώ ουσιαστικά αναγνώριζαν την αναγκαιότητα αυτών των κριτηρίων για την ύπαρξη μιας Άριστης Νομισματικής Περιοχής, δεν θεωρούσαν τις συνθήκες αυτές και ικανές για την Νομισματική Ένωση των υποψήφιων οικονομιών. Η σύγχρονη προσέγγιση των Άριστων Νομισματικών Περιοχών στηρίζεται σε αυτά τα  παραδοσιακά κριτήρια, αλλά παράλληλα τα συμπληρώνει και με την λεγόμενη “ομοιογένεια των προτιμήσεων” των χωρών μελών της Ένωσης.

2.2.1  Ομοιογένεια ή σύγκλιση των προτιμήσεων
Σύμφωνα με την θεωρία της ομοιογένειας ή σύγκλισης των προτιμήσεων θα πρέπει να χρησιμοποιείται ένας “δείκτης καταλληλότητας” ο οποίος θα σταθμίζει τα προηγούμενα παραδοσιακά κριτήρια, και επιπλέον θα λαμβάνει υπ’ όψιν του τις εξής δύο συνθήκες:

α.       Την επικράτηση από όλες τις χώρες – μέλη της ιδέας ότι η νομισματική τους ένωση συνιστά ένα κοινά “αποδεκτό περιουσιακό τους στοιχείο”

β.       Μια κοινή προσέγγιση των “εθνικών προτιμήσεων”  σ’ ότι αφορά σημαντικές για την πορεία τους προς την Άριστη Νομισματική Περιοχή μακροοικονομικές μεταβλητές – στόχους

Εάν οι δύο παραπάνω συνθήκες δεν ικανοποιούνται τότε η όποια προσπάθεια για την επίτευξη κοινού ενιαίου νομίσματος μεταξύ μιας ομάδας χωρών θεωρείται δύσκολη να όχι αδύνατη (Θαλλασινός & Σταματόπουλος 1998).

Επομένως εάν τα παραπάνω κριτήρια ισχύουν και οι χώρες μέλη της Ένωσης έχουν έντονες εμπορικές και χρηματοδοτικές σχέσεις, και επιπλέον δείχνουν να έχουν τουλάχιστον παραπλήσιες προτιμήσεις για τα εμπορευόμενα προϊόντα τους αλλά και για ίδια τα συλλογικά αγαθά τους, τότε ικανοποιούν τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για να σχηματίσουν Νομισματική Ένωση.

Η ομοιογένεια ή σύγκλιση των προτιμήσεων διακρίνεται σε τρεις περιπτώσεις

α.       Νομισματική ένωση με Αυθόρμητη Ευθυγράμμιση, της μικρής με την μεγάλη χώρα. Ένα παράδειγμα Νομισματική ένωση με Αυθόρμητη Ευθυγράμμιση μέσα στην ΟΝΕ, αποτελούν οι χώρες της Αυστρίας Ολλανδίας και Βελγίου οι οποίες εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενώθηκαν με την Γερμανία. Οι χώρες αυτές δεν έχασαν τίποτα από την εθνική τους κυριαρχία εξαιτίας ακριβώς των κοινών προτιμήσεών τους πριν την ένωση.

β.       Νομισματική ένωση με Επιβεβλημένη Ευθυγράμμιση, από την ηγέτιδα χώρα – μέλος που αποφασίζει και θεσπίζει της αρχές της ενοποίησης βασισμένη στα δικά της συμφέροντα

γ.       Οικονομική και Νομισματική Ένωση με Διαπραγματευτική Σύγκλιση, που είναι και η περίπτωση της ΟΝΕ.

3.       Η ΟΝΕ από την σκοπιά των Άριστων Νομισματικών Περιοχών
Εάν η Ευρωπαϊκή και Νομισματική Ένωση αναμένεται να ωφελήσει τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτή, τότε θα πρέπει βάση των κριτηρίων που αναφέρθηκαν νωρίτερα να υπάρχει μεγάλος βαθμός οικονομικής ολοκλήρωσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλος όγκος συναλλαγών ως ποσοστό του συνολικού εγχώριου προϊόντος, μεγάλο ποσοστό των άμεσων και έμμεσων ξένων επενδύσεων ως ποσοστό των συνολικών επενδύσεων, άνετη μετακίνηση ενός μεγάλου μέρους του συνολικού εργατικού δυναμικού, κεντρική άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής και χαμηλή συχνότητα εμφάνισης ασύμμετρων διαταραχών (Krugman & Obstfeld 2006).

Είναι εμφανές ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν ίσχυαν ― και δεν ισχύουν ― για τη ζώνη του ευρώ (Γκαργκάνας 2005). Εξάλλου, η ζώνη του ευρώ χαρακτηρίζεται από σημαντικά στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές εργασίας και προϊόντων, από έλλειψη ενός ισχυρού κεντρικού μηχανισμού δημοσιονομικών μεταβιβάσεων και από εθνικές οικονομίες που η καθεμιά τους έχει τα δικά της θεσμικά και οικονομικά χαρακτηριστικά. Εξαιτίας των συνθηκών αυτών, η συχνότητα εμφάνισης ασύμμετρων διαταραχών είναι υψηλή και οι επιδράσεις τους έντονες.

Επιπλέον, υπό τις συνθήκες αυτές οι ασύμμετρες διαταραχές είναι πιθανό να προκαλούν διεύρυνση των διαφορών των τιμών, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ενός κοινού ονομαστικού επιτοκίου στη νομισματική ένωση να οδηγεί στη διαμόρφωση διαφορετικών πραγματικών επιτοκίων στις επιμέρους χώρες. Σε χώρες-μέλη με σχετικά ισχυρή εγχώρια ζήτηση και πληθωρισμό υψηλότερο του μέσου όρου, η ύπαρξη χαμηλότερων πραγματικών επιτοκίων πυροδοτεί την εγχώρια ζήτηση και τον πληθωρισμό. Αντίστροφα, σε χώρες με σχετικά ασθενή εγχώρια ζήτηση και πληθωρισμό χαμηλότερο του μέσου όρου, η ύπαρξη υψηλών πραγματικών επιτοκίων ασκεί περαιτέρω καθοδικές πιέσεις στην εγχώρια ζήτηση και τον πληθωρισμό. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή μιας νομισματικής πολιτικής κοινής για όλους δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των μελών της ένωσης (Γκαργκάνας 2005).

4.       Προϋποθέσεις για τη Διατήρηση μιας Νομισματικής Ένωσης
Η νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης θεωρείται από νομική άποψη ως μια μόνιμη και μη αναστρέψιμη κατάσταση, εκτίμηση που ενισχύεται και από το γεγονός ότι στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει πρόβλεψη για την αποχώρηση ή την υποχρεωτική απομάκρυνση μιας χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε και για την καταγγελία της Συνθήκης. Η ιστορική εμπειρία, όμως, έχει να καταδείξει πλήθος παραδειγμάτων για χώρες που προχώρησαν στη δημιουργία νομισματικών ενώσεων, αλλά όταν βρέθηκαν αντιμέτωπες με κάποια μορφή πολιτικής ή οικονομικής κρίσης, υποχώρησαν από τη δέσμευση που είχαν αναλάβει και επέλεξαν την ελευθερία στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής.

Με βάση τις εμπειρίες αυτές, είναι λογικό να τίθεται από πολλούς το ερώτημα της βιωσιμότητας της OΝΕ. Το ερώτημα που τίθεται δεν σχετίζεται με την αποτελεσματικότητα της OΝΕ (με την οικονομική έννοια του όρου) αλλά με τη διάρκεια και την πιθανότητα αναστρεψιμότητάς της. Δεν είναι λίγοι οι παρατηρητές που χαρακτηρίζουν το εγχείρημα ως ανεδαφικό, λανθασμένα σχεδιασμένο και, κατά συνέπεια, μη βιώσιμο (Calomiris 1999).

Η διερεύνηση νομισματικών ενώσεων του παρελθόντος αλλά και αυτών που παραμένουν σε ισχύ επιτρέπει να προσδιοριστούν παράγοντες, που καθιστούν μια νομισματική ένωση ως ένα διαρκή διακανονισμό των νομισματικών σχέσεων των εμπλεκόμενων χωρών.

4.1     Το πρόβλημα της αξιοπιστίας των μελών της ένωσης
Με βάση την εμπειρία από προηγούμενες ενώσεις, διαπιστώνεται ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει μια νομισματική ένωση είναι το πρόβλημα της αξιοπιστίας, αφού η δέσμευση που αναλαμβάνει μια χώρα με τη συμμετοχή της σε μια νομισματική ένωση είναι μειωμένης αξιοπιστίας. Η μειωμένη αξιοπιστία πηγάζει από την εκτίμηση των ιδιωτικών φορέων ότι, αν η κυβέρνηση βρεθεί αντιμέτωπη με μια οικονομική ή πολιτική κρίση, μπορεί να παραιτηθεί από τη δέσμευση που ανέλαβε και να αποχωρήσει. Όσο ευκολότερη είναι η αποδέσμευση από τη νομισματική ένωση τόσο πιο μειωμένη είναι η αξιοπιστία της ως διαρκούς διακανονισμού μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών (Αλεξάκης 1994).
Είναι φυσικό, λοιπόν, ότι για να γίνει μια νομισματική ένωση αξιόπιστη θα πρέπει το θεσμικό της πλαίσιο να καθιστά την έξοδο ενός μέλους δύσκολη και οικονομικά ασύμφορη. Έτσι, για παράδειγμα, αν τα μέλη της ένωσης διατηρούν τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και τα εθνικά τους νομίσματα και απλώς έχουν “κλειδώσει” τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους τότε είναι σχετικά εύκολο για μια χώρα να εγκαταλείψει τη νομισματική ένωση ή να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τις υπόλοιπες εκδίδοντας ποσότητα χρήματος πέραν της προβλεπόμενης. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων ή των εθνικών κεντρικών τραπεζών δεν αποκλείει το ενδεχόμενο εξόδου, κάτι που συνέβη με τη διάλυση των κρατών της Σοβιετικής Ένωσης, της Τσεχοσλοβακίας και της Γιουγκοσλαβίας.

4.2     Η περίπτωση της ΟΝΕ
Στην περίπτωση της OΝΕ τελικά προχώρησε στην υιοθέτηση μιας μέσης λύσης στην περίπτωση της κεντρικής τράπεζας με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη θεσμοθέτηση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Η νομισματική πολιτική χαράσσεται από μια ενιαία ομοσπονδιακή νομισματική αρχή, το ευρωσύστημα, στην οποία εκπροσωπούνται όλες οι χώρες της ζώνης του ευρώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά η εφαρμογή της πολιτικής ανατίθεται στις επιμέρους εθνικές κεντρικές τράπεζες. Τα έσοδα από το εκδοτικό προνόμιο κατανέμονται στην κάθε τράπεζα με βάση την κλείδα κατανομής στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ.

Επιπροσθέτως, οι χώρες επέλεξαν την υιοθέτηση ενός ενιαίου νομίσματος απορρίπτοντας τη βρετανική πρόταση για τη συνύπαρξη του νέου νομίσματος με τα υφιστάμενα εθνικά που θα συνδέονταν μεταξύ τους με μια σταθερή ισοτιμία (Gros & Thygesen 1998). Η επιλογή αυτή καθιστά πιο δύσκολη και οικονομικά ασύμφορη την αποχώρηση μιας χώρας από τη νομισματική ένωση. Επομένως ιδιαίτερα μια μικρή χώρα, είναι προτιμότερο να προσπαθεί να επωφεληθεί από την Νομισματική Ένωση τηρώντας τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει παρά να αποχωρήσει από αυτή.

5.       Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Σε περιπτώσεις χωρών όπως αυτή της Ελλάδας, της Ιταλίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας, οι οποίες έχουν πρόσφατο ιστορικό σχετικά υψηλών ρυθμών πληθωρισμού, ένα από τα σημαντικότερα οφέλη λόγω της συμμετοχής στην ΟΝΕ ήταν η αύξηση της αξιοπιστίας επειδή διασφαλίστηκε χαμηλότερος πληθωρισμός σε σχέση με την περίοδο κατά την οποία η άσκηση της νομισματικής πολιτικής ήταν στη δικαιοδοσία των εθνικών αρχών. Καθώς διαμορφώθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και σταθεροποιήθηκαν τόσο ο πληθωρισμός όσο και οι πληθωριστικές προσδοκίες, σχεδόν εξαλείφθηκαν οι διαφορές των ονομαστικών επιτοκίων μεταξύ αυτών των χωρών και των χωρών με ιστορικό σχετικά χαμηλών ρυθμών πληθωρισμού, όπως η Γερμανία. Επίσης, δεν υπάρχει πλέον ο κίνδυνος υποτίμησης των νομισμάτων μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στη νομισματική ένωση, ούτε και το αντίστοιχο "ασφάλιστρο κινδύνου" στα επιτόκια.

Παράλληλα, με την υποχώρηση των ονομαστικών επιτοκίων στις χώρες που κατά παράδοση είχαν υψηλό πληθωρισμό, περιορίστηκε και το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η δημοσιονομική προσαρμογή και να αποδεσμευτούν πόροι για άλλες χρήσεις. Επιπλέον, σε συνθήκες χαμηλού και σταθερού πληθωρισμού επιμηκύνεται ο χρονικός ορίζοντας για τις οικονομικές αποφάσεις, γεγονός που ενθαρρύνει το μετασχηματισμό του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η επιμήκυνση του χρονικού ορίζοντα των οικονομικών αποφάσεων και η μείωση των επιτοκίων ευνοούν τις ιδιωτικές επενδύσεις και την ανάληψη κινδύνων, δημιουργώντας έτσι ευνοϊκές προϋποθέσεις για ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Για την Ελλάδα, η ένταξη στη ζώνη του ευρώ δεν σήμανε μόνο την απώλεια της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής ― οι συνέπειες της οποίας φάνηκαν καθαρά στη διάρκεια της δεκαετίας του '80 και στις αρχές της δεκαετίας του '90 ― αλλά και την αύξηση της αξιοπιστίας που συνδεόταν με ένα νομισματικό καθεστώς σταθερού και χαμηλού πληθωρισμού. Κατά τη δεκαπενταετία μέχρι το 1994 ― έτος κατά το οποίο η Ελλάδα άρχισε να καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για να εκπληρώσει τα κριτήρια ένταξης στη ζώνη του ευρώ ― ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν περίπου 20%, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ήταν κάτω του 1%. Αντίθετα, κατά την τελευταία εξαετία ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ξεπέρασε το 4%, ενώ ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν ελαφρά πάνω από το 3%. Η αύξηση της αξιοπιστίας προκύπτει έμμεσα και από τις διαφορές των επιτοκίων. Το 1997, όταν για πρώτη φορά εκδόθηκε δεκαετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου στην ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά, η διαφορά αποδόσεων μεταξύ αυτού του ομολόγου και του συγκρίσιμου γερμανικού ομολόγου ήταν 412 μονάδες βάσης, ενώ σήμερα είναι μόλις 24 μονάδες βάσης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον διοικητή της τραπέζης της Ελλάδος η εγκατάλειψη της εθνικής νομισματικής πολιτικής δεν συνιστούσε κόστος, αλλά αντίθετα ωφέλεια.

Επιπλέον σύμφωνα με την ίδια πηγή πρόσφατες εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι η χρήση ενιαίου νομίσματος μπορεί να προαγάγει το εμπόριο και την ανάπτυξη πολύ περισσότερο από ό,τι ένα καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ διαφορετικών νομισμάτων. Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, τα στοιχεία δείχνουν ότι η υιοθέτηση του ευρώ έχει ήδη αυξήσει τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των μελών της ΟΝΕ κατά 4 -16% σε σύγκριση με τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Η πρόοδος της ολοκλήρωσης στον τομέα του εμπορίου οδηγεί σε μεγαλύτερη συσχέτιση των οικονομικών κύκλων των επιμέρους χωρών, καθώς οι διαταραχές της ζήτησης είναι κοινές και το ενδοκλαδικό εμπόριο είναι μεγαλύτερο, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ανάγκη για νομισματικές πολιτικές ειδικά σχεδιασμένες για κάθε χώρα.

6.       Συμπεράσματα
Ορισμένοι σχολιαστές θέτουν το ερώτημα γιατί χρειάζεται να υπάρχει νομισματική ένωση στην Ευρώπη. Η εφαρμογή ενιαίας νομισματικής πολιτικής κοινής για όλους υπήρξε μέχρι στιγμής πολύ επιτυχημένη, εξασφαλίζοντας σταθερότητα τιμών, με συνέπεια οι μεταβολές των τιμών να παρέχουν αποτελεσματικότερη πληροφόρηση σχετικά με τις συνθήκες της προσφοράς και της ζήτησης.

Καρπός της αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι τα επιτόκια που βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα σε όλες τις χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ. Όμως, η σταθερότητα των τιμών και τα χαμηλά επιτόκια δεν επαρκούν για την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στην Ευρώπη, αλλά αποτελούν την απαραίτητη βάση για την οικοδόμηση μιας πιο δυναμικής Ευρώπης. Oι πρόσφατες εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι σε μια νομισματική ένωση χρειάζεται να υπάρχουν μεγαλύτερη ευελιξία και υψηλότερος βαθμός ανταγωνισμού από ό,τι σε μεμονωμένες χώρες που ασκούν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική η καθεμία. Οι ευέλικτες αγορές και η τήρηση αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων δεν είναι πολυτέλεια για τα μέλη μιας νομισματικής ένωσης, αλλά εκ των ων ουκ άνευ για τη σωστή λειτουργία της ένωσης.


ΒΙΒΛΙOΓΡΑΦΙΑ
Paul R. Krugman, Maurice Obstfeld 2006, International Economics Theory and Policy, Pearson Adison Wesley, Seventh Edition.

Gros, D., και Thygesen, N. 1998, European Monetary Integration: From the European Monetary System to Economic and Monetary Union, Addison Wesley Longman.

Calomoris, G. 1999, The Impending Collapse of the European Monetary Union, Cato Journal, Vol. 18, No3, 1999

Ελευθέριος Ι. Θαλλασινός, Θεόδωρος Β. Σταματόπουλος 1998, Διεθνή Οικονομικά, Εκδόσεις Σταμούλης.

Παναγιώτης Αλεξάκης 1994, Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Εκδόσεις Σάκκουλα

Νικόλαος Χ. Γκαργκάνας 2005, "Η προσαρμογή στην ενιαία νομισματική πολιτική της ΕΚΤ" Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στο γεύμα του Euro 50 Group

Δημήτρης Α. Κατσορίδας 1999, Ευρωπαϊκή Ένωση: Είναι “Βέλτιστη Νομισματική Περιοχή”;  http://www.inegsee.gr/enimerwsi-46-doc3.htm

William Eberle May 2000, “Mundell, the Euro, and Optimum Currency Areas” http://www-econ.stanford.edu/faculty/workp/swp00009.pdf

Andrew K. Rose, March 7, 2006 Currency Unions

PAUL KENNY 2003 THE THEORY OF OPTIMUM CURRENCY AREAS Student Economic Review, Vol. 17, 2003, pp. 137-149

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου